Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Γραφή και υποδείγματα

Πώς τα κατάφερε ο Όμηρος κι έγραψε τα έπη του; Ο Ευριπίδης τις τραγωδίες του; Ο Ηρόδοτος την Ιστορία του; Κι ακόμη, ο Ουγκώ τους Αθλίους, ο Ντίκενς τον Όλιβερ Τουίστ, ο Ντοστογιέφσκι το Έγκλημα και Τιμωρία; Ο κατάλογος είναι ενδεικτικός και μπορεί να συνεχισθεί επ’ αόριστον, το βασικό ερώτημα όμως παραμένει: πώς τα κατάφεραν; Εννοώ, πώς έγραψαν μεγάλα – ή και μικρότερα -- έργα που διαβάζονται αιώνες τώρα με μια πάντοτε φρέσκια απόλαυση στο γράψιμό τους, χωρίς να έχουν στη διάθεσή τους πάμπολλα εγχειρίδια γραφής, σεμινάρια και μεταπτυχιακά δημιουργικής γραφής, εκατοντάδες άρθρα από γνωστούς και άγνωστους σύγχρονους συγγραφείς που αναλύουν τον τρόπο τους, τη μέθοδό τους, τα μυστικά τους, το μαγικό «κάτι» που τους βάζει στη λίστα των μπεστ σέλλερ;
     Δεν ξέρω αν θα δώσω πειστική απάντηση στο ερώτημα, που με τη σειρά του με πάει λίγο παραπέρα. Γιατί τόση ζήτηση για μαθήματα και συμβουλές γραφής σήμερα; (περιορίζομαι στο σήμερα γιατί αυτό βλέπω: δεν ξέρω πόσο «τραβούσε» το είδος σε προηγούμενες εποχές). Το διαδίκτυο βρίθει από σχετικές σελίδες και ιστολόγια, και κρίνοντας από τα σχόλιά τους ο αριθμός των αναγνωστών είναι μεγάλος. Τόσος κόσμος γράφει, ή φιλοδοξεί να γράψει; Μια απάντηση στο δεύτερο αυτό ερώτημα πήρα πριν μερικά χρόνια, όταν εντελώς τυχαία βρήκα στο διαδίκτυο έναν διαγωνισμό διηγήματος για το έτος Καβάφη. Κινούμενος από μια παρόρμηση της στιγμής έγραψα ένα και το υπέβαλα. Δεν πήρε κάποια διάκριση, αλλά μαζί με τα αποτελέσματα έμαθα και τον συνολικό αριθμό των συμμετοχών: χίλιες εννιακόσιες ένδεκα. Σκεφθείτε: σχεδόν δυο χιλιάδες άνθρωποι αφιέρωσαν αντίστοιχες ώρες, φαιά ουσία και δημιουργική φαντασία για να γράψουν ο καθένας τους χίλιες λέξεις με κάποια δομή και να διεκδικήσουν όχι οικονομικό έπαθλο («παπαί, Μαρδόνιε…»  θα αναφωνούσε ξανά εκείνος ο Πέρσης), αλλά μια τιμητική δημοσίευση στον σχετικό τόμο που περιέλαβε τα πρώτα σαράντα. Αν επρόκειτο για ασθένεια με τόσα κρούσματα, θα την χαρακτήριζα επιδημία.
     Πολλοί άνθρωποι λοιπόν γράφουν. Και όπως λένε συχνά τα ανέκδοτα, ο κόσμος χωρίζεται σ’ αυτούς που γράφουν και σ’ αυτούς που θέλουν να γράψουν. Γιατί τόσο μεράκι; Εγωισμός, φιλοδοξία, επιθυμία να δούμε το όνομά μας δημοσιευμένο; Ζήλεια γι’ αυτούς που γράφουν και βγάζουν τόσα χρήματα από την εργασία αυτή; Έχουμε όλοι την ψευδαίσθηση ότι κρύβουμε μέσα μας το επόμενο Νόμπελ λογοτεχνίας ή έστω ένα από τα πολλά λογοτεχνικά βραβεία, με τις ανάλογες χρηματικές απολαβές, τα δικαιώματα για μεταφράσεις και μεταφορές στον κινηματογράφο, που θα μας επιτρέψει να ζούμε άνετα και με στυλ χωρίς άλλη βιοποριστική ασχολία, ταξιδεύοντας όπου θέλουμε και αναδιφώντας βιβλιοθήκες για να μαζέψουμε το υλικό για την επόμενή μας συγγραφική επιτυχία; Ας μην προσπαθήσω να αναλύσω τα κίνητρα του καθενός – η ψυχή του τα ξέρει.
     Κι έτσι έρχεται φυσιολογικά η πληθώρα των βιβλίων, άρθρων, σεμιναρίων και ιστοσελίδων δημιουργικής γραφής για να καλύψει τις ανάγκες – διδακτικές και ψυχολογικές – των επίδοξων καταξιωμένων λογοτεχνών. Κι αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε ένα άλλο φαινόμενο: τη μαζική παραγωγή διηγημάτων και μυθιστορημάτων και σεναρίων και άλλων ειδών του λόγου, που φαίνονται να βγήκαν από μια γραμμή παραγωγής, από το ίδιο εργοστάσιο. Καθόλου περίεργο, μια και όλα ακολουθούν τα ίδια «ευαγγέλια», τους ίδιους κανόνες και δόγματα γραφής, που δεν είχαν στη διάθεσή τους ο Όμηρος και ο Βιργίλιος και η Άννα η Κομνηνή, που δεν φρόντισαν να αφήσουν και σχετικά εγχειρίδια γραφής για τους επιγιγνομένους.
     Όσο για το δικό μου διήγημα, το δημοσίευσα στο περιοδικό του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης που εδώ και μερικά χρόνια διευθύνω [μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ, στη σελίδα 56]. Όταν έχεις δικό σου βήμα και ‘μέσον’ τα πράγματα είναι σίγουρα πιο εύκολα.

1 σχόλιο:

Απόστολο είπε...

Το θέμα βέβαια δεν είναι αν γράφεις αλλά τι γράφεις. Από κει και πέρα, είναι πολύ καλό.